κροτητόν

κροτητόν
κροτητός
stricken
masc acc sg
κροτητός
stricken
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • επιρροθώ — ἐπιρροθῶ, έω (Α) [επίρροθος] 1. επικροτώ, επιδοκιμάζω («στάσις δὲ πάγκοινος ἅδ’ ἐπιρροθεῑ», Αισχύλ.) 2. εκφράζω με θόρυβο τη χαρά μου 3. αντηχώ («κτύπῳ δ’ ἐπιρροθεῑ κροτητὸν ἀμὸν καὶ πανάθλιον κάρα», Αισχύλ.) 4. (με αιτ.) κοροϊδεύω, εμπαίζω… …   Dictionary of Greek

  • κροτητός — κροτητός, ή, όν (Α) [κροτώ] 1. αυτός που όταν χτυπηθεί βγάζει ήχο («κτύπῳ δ ἐπιρροθεῑ κροτητὸν ἀμὸν και πανάθλιον κάρα», Αισχύλ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κροτητά α) είδη γλυκισμάτων β) τμήμα εδάφους που έχει πατηθεί πολύ 3. φρ. α) «κροτητὰ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”